λογοτεχνίας κείμενα.... σελίδες του περιοδικού ΥΦΟΣ // http://politistiko-magazino.blogspot.gr/

Η Φωτό Μου
Ξεφυλλίζοντας... με τον Πάνο Αϊβαλή

~~~~~~~~~~~~~~~~

~~~~~~~~~~~~~~~~
.........η νέα ιστοσελίδα του περιοδικού ΥΦΟΣ - πατήστε πάνω στην εικόνα

... ας κάνουμε δώρο ένα βιβλίο στα αγαπημένα μας πρόσωπα- αντίδοτο στην κρίση που ζούμε...

Oδοιπορικό στα παράλια της αλησμόνητης Μ. Ασίας

Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2018

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ: ΦΑΝΤΑΣΙΑ

Dionisis Vitsos
ΑΘΗΝΑ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ: ΦΑΝΤΑΣΙΑ
.
Nάναι σα να μας σπρώχνει ένας αέρας μαζί 
προς έναν δρόμο φειδωτό που σβει στα χάη, 
και σένα του καπέλλου σου βαμμένη φανταιζί 
κάποια κορδέλλα του, τρελλά να χαιρετάει.
.
Kαι νάν’ σαν κάτι να μου λες, κάτι ωραίο κοντά
γι’ άστρα τη ζώνη που πηδάν των νύχτιων φόντων,
κι’ αυτός ο άνεμος τρελλά, –τρελλά να μας σκουντά
όλο προς τη γραμμή των οριζόντων.
.
Kι’ όλο να λες, να λες, στα θάμβη της νυκτός
για ένα –με γυάλινα πανιά– πλοίο που πάει
όλο βαθειά, όλο βαθειά, όσο που πέφτει εκτός :
όξ’ απ’ τον κύκλο των νερών –στα χάη.
.
Kι’ όλο να πνέει, να μας ωθεί αυτός ο αέρας μαζί
πέρ’ από τόπους και καιρούς έως ότου –φως μου–
–καθώς τρελλά θα χαιρετάει κείν’ η κορδέλλα η φανταιζί,–
βγούμε απ’ την τρικυμία αυτού του κόσμου… 

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ
 (Αγία Ευθυμία Φωκίδος,1893 – Χαλκίδα, 1984), «ΟΥΛΑΛΟΥΜ» 1936
.
[ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ: Πεζογράφος, ποιητής, κριτικός, και θεατρικός συγγραφέας,από τους πρωτοπόρους της ελληνικής λογοτεχνίας.. Το έργο του, εντυπωσιακό σε έκταση και ποικιλία, σημαδεύτηκε από την έντονη αντιδικία του με τις καθιερωμένες αξίες της ζωής και του αστικού πολιτισμού. Εισήγαγε υπερρεαλιστικά στοιχεία στην ελληνική πεζογραφία.]

Τρίτη 31 Ιουλίου 2018

Λογοτεχνικές βόλτες

ΑΠΟΨΕΙΣ


γράφει ο Φοίβος Γκικόπουλος *


Ξεκινώντας από τον Αριστοτέλη με την περιπατητική σχολή μέχρι τον Δάντη που έκανε τη βόλτα του με τον Βιργίλιο στον άλλο κόσμο, ο περίπατος είχε πάντα μια σημαντική θέση στη λογοτεχνία, και η βόλτα ήταν πάντα η πιο τέλεια ασχολία για ποιητές, συγγραφείς και διανοητές.

 Η  εποχή μας αρχίζει με δύο μνημειώδεις βόλτες, εκείνην του υπέργηρου και μελαγχολικού Ρουσό και εκείνην ενός Καντ που υπολόγιζε και το δευτερόλεπτο όταν έβγαινε για βόλτα, και ήταν επίσης υπέργηρος και μελαγχολικός. Δύο πνεύματα που φαντασιώνονταν με τρόπο εξαίσιο κατά τη διάρκεια της βόλτας τους.
Ακολουθούν άλλα δύο πνεύματα, ρομαντικά και «τουριστικά»: ο Γκέτε γράφει τα «Χρόνια της περιπλάνησης» και ο Σταντάλ το «Περίπατοι στη Ρώμη», όπου δεν ανακαλύπτει μόνον τα έργα τέχνης αλλά και τον χαρακτήρα των Ιταλών που θα συναντήσουμε και στα άλλα έργα του, κυρίως στο «Μοναστήρι».
Και να αργότερα τα «Ανθη» του Μποντλέρ, όπου βολτάρει στο Παρίσι λίγο περίεργος και λίγο κουρασμένος, όπως κάθε δανδής που σέβεται τον εαυτό του. Και φτάνουμε στη βόλτα της παρακμής, όπου ο Μπένγιαμιν διατρέχει με κριτικό πνεύμα, πάντα στο Παρίσι, και την αναλύει στις κινήσεις και στα passages. Μέχρι που, με τον Τζόις ή, καλύτερα, με τον Μπλουμ, φτάνουμε στην πιο ονομαστή βόλτα του 20ού αιώνα, μέσα από τους δρόμους του Δουβλίνου. Μια λογοτεχνική βόλτα τόσο ονομαστή που ακόμη και σήμερα αναφερόμαστε στη διαδρομή που χαράχτηκε σ’ έναν χάρτη και που γιορτάζεται στο Δουβλίνο την ημέρα που πραγματοποιήθηκε, στις 16 Ιουνίου.
Και ο Προυστ, στην «Αναζήτηση» κάνει βόλτα στη σκιά των ανθισμένων κορασίδων, και βυθισμένος σ’ έναν ανήσυχο ύπνο γράφει ότι η εφηβεία του περιέκλειε στο ίδιο όνειρο όλη τη γειτονιά όπου περπατούσε. Κάνει βόλτα με τον σκύλο του, Μπάουσκαν, ο Τόμας Μαν στο «Σκύλος και αφέντης», και ο Ρόμπερτ Βάσλερ τιτλοφορεί ακριβώς τη «Βόλτα» σ’ ένα μαγευτικό βιβλιαράκι που αποδίδει στη βόλτα την πνευματική πεμπτουσία και δημιουργεί την υφολογική μίμηση.
Σε κάθε έναν από τους παραπάνω συγγραφείς η βόλτα γίνεται μεταφορά της γραφής τους και της άποψής τους για τον κόσμο, η βόλτα του μυαλού που περιπλανάται και διαλογίζεται πάνω στις αδράνειες και στα ασήμαντα διατρέχει τρυφερές και γλυκές ιδέες αποδίδοντας έτσι στον περιπατητή την αίσθηση της απόλυτης ύπαρξης. Η βόλτα είναι ίσως το πιο ριζοσπαστικό αρχέτυπο της σύγχρονης λογοτεχνίας.

* ομότιμος καθηγητής ΑΠΘ

________

Δευτέρα 16 Ιουλίου 2018

Ζωή Καρέλλη Θεσσαλονίκη (1901 – 1998)

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ & ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ

Χρυσούλα Αργυριάδου, το γένος Πεντζίκη ή Ζωή Καρέλλη

Λογοτεχνικό ψευδώνυμο της ποιήτριας, θεατρικής συγγραφέως, δοκιμιογράφου και μεταφράστριας Χρυσούλας Αργυριάδου, το γένος Πεντζίκη. Υπήρξε επίλεκτο μέλος του λογοτεχνικού κύκλου της Θεσσαλονίκης και εξακολουθεί να παραμένει μία από τις πιο ενδιαφέρουσες παρουσίες στα νεοελληνικά γράμματα.
Η Ζωή Καρέλλη γεννήθηκε το 1901 στη Θεσσαλονίκη, σε μία πλούσια οικογένεια της πόλης. Ο πατέρας της, Γαβριήλ Πεντζίκης, ήταν φαρμακοποιός και η μητέρας της, Μαίρη, δασκάλα. Ήταν η μεγαλύτερη από τις τρεις κόρες της οικογένειας, το στερνοπούλι της οποίας υπήρξε ο σπουδαίος Έλληνας συγγραφέας Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης (1908-1993). Μετά τις εγκύκλιες σπουδές της, ασχολήθηκε με την εκμάθηση ξένων γλωσσών και τη μουσική, ενώ για ένα διάστημα παρακολούθησε μαθήματα Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Στα γράμματα παρουσιάστηκε το 1935 από τις στήλες του περιοδικού Το Τρίτο Μάτι, όπου δημοσίευσε το δοκίμιο Διαθέσεις. Το 1937 πρωτοδημοσίευσε το ποίημά της Φετεπουρσικρί στο περιοδικό Μακεδονικές Ημέρες και το 1940 την πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο Πορεία. Η ποιητική της παρουσία είναι έντονη τη δεκαετία 1948-1958, κατά την οποία εξέδωσε εννέα ποιητικές συλλογές.
Συνολικά, εξέδωσε δώδεκα ποιητικές συλλογές, πέντε θεατρικά έργα και πολλά δοκίμια, ενώ πολλά κείμενά της βρίσκονται δημοσιευμένα σε λογοτεχνικά περιοδικά, όπως τα Φιλολογικά Χρονικά, Νέα Εστία, Μακεδονικά Γράμματα, Μορφές, Ο Αιώνας μας, Σημερινά Γράμματα, Καινούρια Εποχή, Πνευματική Κύπρος, Νέα Πορεία. Υπήρξε μέλος του κύκλου του περιοδικού Κοχλίας της Θεσσαλονίκης, ψυχή του οποίου ήταν ο αδελφός της Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης. Ποιήματά της μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες. Ασχολήθηκε, επίσης, με τη λογοτεχνική μετάφραση, κυρίως έργων του Τόμας Έλιοτ, ενώ αξιοσημείωτο είναι επίσης το δοκιμιακό της έργο, κυρίως γύρω από τη λογοτεχνία και το θέατρο.
Η Ζωή Καρέλλη τιμήθηκε με το Β’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για την ποιητική συλλογή Κασσάνδρα (1956) και το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τα Ποιήματα 1940-1973 (1974). Το 1982 έγινε η πρώτη γυναίκα που αναγορεύθηκε αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Το 1985 ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Χρήστος Σαρτζετάκης, της απένειμε το Μετάλλιο του Ταξιάρχη του Φοίνικα της Ελληνικής Δημοκρατίας. Η Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ την αναγόρευσε επίτιμο διδάκτορα το 1988. Θήτευσε επί πολλά χρόνια στην καλλιτεχνική επιτροπή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος.
Άτομο στοχαστικό και με ποικίλα ενδιαφέροντα, η Ζωή Καρέλλη αφομοίωσε δημιουργικά την ελληνική (αρχαία, βυζαντινή και νέα) και ευρωπαϊκή λογοτεχνική παράδοση. Το μεταφυσικό πρόβλημα και η υπαρξιακή αγωνία αποτελούν σταθερούς άξονες της ποίησής της, σε συνδυασμό με τη γυναικεία ευαισθησία. Την προβληματική της ποίησής της μετέφερε και στα θεατρικά της έργα.
Η Ζωή Καρέλλη πέθανε στη Θεσσαλονίκη στις 16 Ιουλίου 1998, σε ηλικία 97 ετών.


Εργογραφία

Ποίηση
Πορεία Ι (1940)
Η εποχή του θανάτου (1948)
Φαντασία του Χρόνου (1949)
Της Μοναξιάς και της Έπαρσης (1951)
Χαλκογραφίες και Εικονίσματα (1952)
Κασσάνδρα και άλλα ποιήματα (1955)
Το πλοίο (1955)
Παραμύθια του Κήπου (1955)
Αντιθέσεις (1957)
Ο Καθρέφτης του Μεσονυκτίου (1958)
Το σταυροδρόμι (1973)
Τα Ποιήματα της Ζωής Καρέλλη (1973)
Για τα λουλούδια (1988)
Για τη σελήνη (1988)
Για τον άνεμο (1988)
Μικρό ανθολόγιο (1988)
Ποιήματα (1996)
Θέατρο
Ο Διάβολος και η 7η εντολή (1959)
Ικέτιδες (1962)​
Σιμωνίς Βασιλόπαις του Βυζαντίου (1965)
Ορέστης (1971)
Δοκίμια
Περί αμφιβολίας (1958)
Το απόλυτο στο έργο του Κλωντέλ (1959)
Περιμένοντας τον Γκοντό · ή Το πάθος της αδράνειας (1967)
Περί ελευθερίας και ενθουσιασμού στην ποίηση · Παρατηρήσεις (1982)
Παρατηρήσεις (1982)
Παρατηρήσεις Β' (1994)



ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ


____________

Τετάρτη 6 Ιουνίου 2018

Σαν σήμερα στις 06 Ιουνίου το 1916 πέθανε ο Μιχαήλ Μητσάκης! Έλληνας πεζογράφος, κριτικός και δημοσιογράφος!


ΓΡΑΜΜΑΤΑ & ΤΕΧΝΕΣ
6 Ιουνίου 2018


Έλληνας πεζογράφος, κριτικός και δημοσιογράφος. Θεωρείται ένας από τους πρωτοπόρους του αστικού ρεαλισμού στην Ελλάδα και κατατάσσεται στη Νέα Αθηναϊκή Σχολή.
Ο Μιχαήλ Μητσάκης γεννήθηκε στα Μέγαρα, όπου ο πατέρας του υπηρετούσε ως δημόσιος υπάλληλος. Ως πιθανές ημερομηνίες γέννησής του αναφέρονται το 1863 και το 1865, αν και ο ίδιος ισχυριζόταν ότι γεννήθηκε το 1868. Γιος του Αριστείδη Μητσάκη και της Μαριγώς Γιατράκου, καταγόταν από τη Λακωνία. Μεγάλωσε στη Σπάρτη, όπου ως γυμνασιόπαις εξέδιδε τη μαθητική εφημερίδα «Ταΰγετος».
Το 1880 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και παράλληλα ξεκίνησε να αρθρογραφεί στην εφημερίδα «Ασμοδαίος» των Εμμανουήλ Ροΐδη και Θέμου Άννινου. Δύο χρόνια αργότερα εγκατέλειψε το πανεπιστήμιο και αφοσιώθηκε στη δημοσιογραφία και τη λογοτεχνία. Έγραψε διηγήματα, αφηγήματα και κείμενα ταξιδιωτικών εντυπώσεων.
Συνεργάστηκε με τα περιοδικά «Εβδομάς», «Κλειώ», «Εστία», «Αττικόν Μουσείον», «Παρνασσός», «Ίρις των Αθηνών» και τα ημερολόγια «Αττικόν Ημερολόγιον», «Ημερολόγιον του Άστεως», «Εθνικόν Ημερολόγιον», «Ημερολόγιον Ποδογύρου» και «Ελληνικόν Ημερολόγιον», του οποίου διετέλεσε και διευθυντής το 1888. Δημοσίευσε στις εφημερίδες «Μη χάνεσαι» (1882), «Νέα Εφημερίς» (1884 και 1891), το «Άστυ» (1885-87), «Ακρόπολις (1886-88 και 1893-95), «Εφημερίς» (1891) και «Σκριπ» (1896). Με τον Θέμο και τον Μπάμπη Άννινο ίδρυσε το 1885 τη σατιρική εβδομαδιαία εφημερίδα «Το Άστυ», ενώ για σύντομο διάστημα εξέδιδε δύο δικές του πολιτικοσατιρικές εφημερίδες με τίτλους «Ο Θόρυβος» και «Η Πρωτεύουσα».
Τα λογοτεχνικά κείμενα υπέγραφε με το όνομά του, ενώ τα άρθρα, τα χρονογραφήματα και τις κριτικές με τα αρχικά «Μ.», «μμ.», «Μ.Μ.», ή τα ψευδώνυμα «Μ. Τσακ», «Michelet», «Ιξίων», «Κρακ», «Κόθορνος», «Πλανόδιος», «Καιροσκόπος» και «Στρεψιάδης». Κατά τη διάρκεια της ζωής του εξέδωσε το πεζό «Κουρτοπάσσης: Adieu a un diplomate» (1888), τη νουβέλα «Εις Αθηναίος Χρυσοθήρας» (1890), το δοκίμιο «Το γλωσσικόν ζήτημα εν Ελλάδι, μια φιλολογική σελίς εις δύο γλώσσας» (1892) και το διήγημα «Το γατί» (1893). Το μεγαλύτερο μέρος του έργου του εκδόθηκε μετά το θάνατό του, από τον Δημήτριο Ταγκόπουλο (1920-1922) και τον Μιχάλη Περάνθη (1956), ενώ το 1987 ο Επαμεινώνδας Γονατάς επιμελήθηκε την έκδοση του διηγήματός του «Ο αυτόχειρ».
Από το 1894 άρχισε να υποφέρει από νευρικές διαταραχές, για τις οποίες νοσηλεύθηκε στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας για 15 μέρες, στο τέλος του 1894 και τις αρχές του 1895. Έκτοτε, η ψυχική του υγεία συνεχώς επιδεινωνόταν. Το 1896 εισήχθη για πέντε μήνες στο Δρομοκαΐτειο και το 1911, σχεδόν ένα χρόνο μετά το θάνατο της μητέρας του, εισήχθη εκ νέου με διάγνωση «πρώιμη άνοια» («dementia praecox»), ένα είδος σχιζοφρένειας. Μοναδικό έργο αυτής της περιόδου αποτελούν ποιήματα στα γαλλικά, με ελληνικά λεκτικά και φωνητικά στοιχεία, στο περιθώριο ενός τόμου της «Ιλιάδας» και σε σκόρπια φύλλα που εγκατέλειπε σε δημοσιογραφικά γραφεία.
Το πεζογραφικό έργο του Μητσάκη είναι γραμμένο σε μικτή γλώσσα. Επηρεάστηκε από τα ρεύματα του ρεαλισμού, του νατουραλισμού και του αισθητισμού, καθώς ήταν ενημερωμένος γύρω από τη σύγχρονή του γαλλική λογοτεχνία. Κυρίαρχο θέμα στο έργο του είναι η εσωτερική μετανάστευση, που κυριαρχούσε τότε στην Ελλάδα και η αστική ζωή στην Αθήνα.
Ο Μιχαήλ Μητσάκης πέθανε στις 6 Ιουνίου 1916 από περιπνευμονία στο Δρομοκαΐτειο, όπου βρισκόταν έγκλειστος από το 1914.

___________

Δευτέρα 19 Ιουνίου 2017

ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ | Από την αριστοκρατία στο λαό...


ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ | Από την αριστοκρατία στο λαό...

«Δεν είναι τούτο πάλεμα σε μαρμαρένια αλώνια
εκεί να στέκει ο Διγενής και μπρος να στέκει ο Χάρος
Εδώ σηκώνετ' όλ' η γη με τους αποθαμένους
και με τον ίδιο θάνατο πατάει το θάνατό της.
Κι απάνω - απάνω στα βουνά, κι απάνω στις κορφές τους,
φωτάει με μιας Ανάσταση, ξεσπάει αχός μεγάλος.
Η Ελλάδα σέρνει το χορό, ψηλά, με τους αντάρτες
- χιλιάδες δίπλες ο χορός, χιλιάδες τα τραπέζια,- 
κ' είν' οι νεκροί στα ξάγναντα πρωτοπανηγυριώτες».

Σαν σήμερα 19 Ιούνη 1951 πεθαίνει ο ποιητής Άγγελος Σικελιανός. Ο Α. Σικελιανός έδρασε μέσα από το ΕΑΜ Διανοουμένων-Καλλιτεχνών και για αυτή τη δράση του στη συνέχεια υπονομεύτηκε τρεις φορές στην υποψηφιότητά του για το βραβείο Νόμπελ. 
~~~~~~~~~~~~~~
Το κείμενο που ακολουθεί είναι παλαιότερο αφιέρωμα της Αριστούλας Ελληνούδη στον "Ριζοσπάστη"
~~~~~~~~~~~~~~

Ο Σικελιανός έφυγε πικραμένος και παραγκωνισμένος από την επίσημη μετεμφυλιακή Ελλάδα, συκοφαντημένος και σαν επίτιμος πρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών, επειδή είχε το σθένος να συμπορευτεί με το ΕΑΜ, και μάλιστα σαν επικεφαλής του ΕΑΜ Διανοουμένων -Καλλιτεχνών. Να μην απαρνηθεί, μετά την απελευθέρωση, τα ιδανικά της Εθνικής Αντίστασης. Να μη «συνδράμει» τις προσπάθειες της αγγλοκρατίας και της άρχουσας τάξης για κατασυκοφάντηση του ΕΑΜ. Να μη «συμφωνήσει» για τις διώξεις των εκατοντάδων χιλιάδων αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης. Είναι γι' αυτό διπλό το χρέος μας για μια τιμητική αναφορά στον κορυφαίο αυτό δημιουργό - ποιητή της ζωής.
«Αστέρι» των αντρειωμένων
«Ακούστε, ακούστε με! Αν ετρέμανε/ στην κούνια τα βυζασταρούδια,/ εμένα με νανούρισαν,/ των αντρειωμένων τα τραγούδια./ Εμέ, λεχώνα η μάνα μου,/ στην μπόρα τη μαρτιάτικη/ που 'χε τα ουράνια ανοίξει,/ εσκώθη και με πήρε στην αγκάλη της/ τον πρώτο κεραυνό για να μου δείξει!/ Μάνα φωτιά με βύζαξες/ κ' είναι η καρδιά μου αστέρι;».
Στις 15 του Μάρτη του 1884, γεννιέται στη Λευκάδα το έβδομο και τελευταίο παιδί της Χαρίκλειας και του Ιωάννη Σικελιανού, δασκάλου των Γαλλικών. Το όνομα αυτού Αγγελος. Το αγόρι αυτό, που γεννήθηκε με προσωπίδα, η οποία σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία ήταν «σημάδι» ιδιαίτερης «προίκας» και «μοίρας», έγινε ένας από τους κορυφαίους οραματιστές δημιουργούς, όχι μόνον της Ελλάδας, μα του κόσμου όλου. Γι' αυτό και προτάθηκε για το «Νόμπελ» της Ποίησης, το οποίο, όμως, δεν του δόθηκε λόγω της ύπουλης παρέμβασης «πνευματικών», λεγόμενων, φερεφώνων της επίσημης Ελλάδας, η οποία «τρώει τα καλύτερα παιδιά της», όταν αυτά - όπως ο Σικελιανός που αντιστάθηκε στην εμφυλιοπολεμική και ψυχροπολεμική πολιτική της - δεν υποτάσσουν το πνεύμα και το όραμά τους στις επιδιώξεις και πρακτικές της αντιλαϊκής εξουσίας της.
Καθώς σήμερα χρειάζεται η ποίησή του να ξαναφυσήξει στα σταυροδρόμια του κόσμου, χρειάζεται και η ...αναζωπύρωση της μνήμης του.
Από την αριστοκρατία, στο λαό
> Ρίζα σικελική - εξ ου και το επίθετό του - από παλιά αριστοκρατική οικογένεια, που στα τέλη του 19ου αιώνα ξεπέφτει οικονομικά, ο Σικελιανός αναθρέφεται μέσα σε ένα πνευματικό οικογενειακό περιβάλλον. Δεκατριάχρονος, ακόμα, μαθητής, γράφει τα πρώτα του ποιήματα. Στα 1901 εισάγεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και γνωρίζεται με τον πρωτοπόρο ανανεωτή του νεοελληνικού θεάτρου Κωνσταντίνο Χρηστομάνο, στου οποίου τη «Νέα Σκηνή» παίζει σε αρχαίες τραγωδίες, ποθώντας να γίνει ηθοποιός. Πόθος που απέτυχε, αλλά γονιμοποίησε τη δραματουργία του Σικελιανού και τη μεγαλοφυή σύλληψή του για αναβίωση του αρχαίου δράματος με τις «Δελφικές Εορτές» (χρονιά έναρξής τους το 1927).
Το 1902 δημοσιεύει τα πρώτα του ποιήματα στα περιοδικά «Διόνυσος» και «Παναθήναια». Ακολουθούν ποιήματα στο «Νουμά» και σε άλλα περιοδικά. Ψηλός και απολλώνιας ομορφιάς ο Σικελιανός, υπερηφανεύεται για την αριστοκρατική καταγωγή του. Νιώθει ημίθεος. Σχεδόν ένας αρχαίος θεός. Ενας σύγχρονος Ορφέας. Ενας νιτσεϊκός υπεράνθρωπος, που ίπταται στα ουράνια, αλλά και στη γη, υπεράνω, όμως, των απλών ανθρώπων. Ενας γητευτής - προσωποποίηση της ποίησης, αλλά και του σαρκικού έρωτα.
Με τη «θεϊκότητά» του μάγεψε το 1905 την πλούσια Αμερικανίδα Εύα Πάλμερ, την πρώτη γυναίκα του, η οποία του αφοσιώθηκε ψυχή τε και πνεύματι, στηρίζοντας - και οικονομικά - όλα τα πνευματικά πετάγματα - οράματά του. Χαρακτηριστικότερη περίπτωση, οι «Δελφικές Εορτές» του. Το «ημιθεϊκό» αίσθημα του Σικελιανού, ίσως, δε θα κρατούσε τόσο πολύ, αν η Εύα Σικελιανού δε σαγηνευόταν από την - όντως ημιθεϊκή - πνευματική και σαρκική μορφή του, τόσο που να υποκλίνεται και στις ερωτικές απιστίες του. Λέγεται, μάλιστα, ότι μια μέρα, που ο Σικελιανός στο σπίτι τους στους Δελφούς είχε περιπτύξεις με άλλη γυναίκα, κάποιος ζήτησε επειγόντως να του μιλήσει. Η Εύα Πάλμερ, με τη γνωστή σ' όσους ήξεραν το ζεύγος Σικελιανού λατρεία της για τον ποιητή, χωρίς ίχνος ιδιοκτησιακής πικρίας, απάντησε στον επισκέπτη: «Ο θεός κάνει έρωτα! Δεν μπορεί να σας δεχτεί τώρα». Το ίδιο μεγαλόψυχα αντιμετώπισε η Πάλμερ και τον έρωτά του με την Αννα Καραμάνη (1938). Εδωσε γενναιόδωρα τη συγκατάθεσή της για το γάμο τους (1940) και εξακολούθησε - όλα τα χρόνια μετά το χωρισμό τους - να τον βοηθά οικονομικά από τις ΗΠΑ και να προβάλλει διεθνώς την ποίησή του και τον ΕΑΜικό αγώνα του.
«Ποιητής πλούσια προικισμένος, μ' εξαιρετική δύναμη, πάνοπλος τεχνίτης, που άνοιγε τολμηρά καινούριους δρόμους, μια ποίηση με τόνους μεγαλόπρεπους και πλατιούς κυματιστούς ρυθμούς, με πρωτόφαντη αισθησιακή ευφορία, ορμητική μαζί και εκστατική», ο Σικελιανός στα νιάτα του είχε μια ολότελα δική του εξωπραγματική, ουτοπική ιδεολογία. Κι εκείνον τον είχε συνεπάρει η αναγεννητική δύναμη της Οκτωβριανής Επανάστασης. Αλλά μη έχοντας κατανοήσει πραγματικά τον ταξικό της χαρακτήρα και προορισμό, το 1920, με το πεζογραφικό του «Υπόμνημα στη Μεγαλειότητά του», στον βασιλιά Κωνσταντίνο, του προτείνει να αναλάβει την αρχηγία των Ελλήνων και των Μπολσεβίκων, για έναν «καθαρτήριο θρησκευτικό πόλεμο κατά της αμαρτωλής Ευρώπης».
Αργότερα, ο Σικελιανός συνειδητοποίησε το λάθος του, αποκήρυξε αυτό το κείμενό του και δεν το περιέλαβε στην έκδοση των Απάντων του. Επί σαράντα περίπου χρόνια, γράφοντας πολλά αριστουργηματικά ποιήματα, παραπλανήθηκε με τον ιδεαλισμό του. Και ντρεπόταν γι' αυτό, τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του. Τα στερνά τιμούν τα πρώτα...
 Η φλόγα του ΕΑΜ
> Βλέποντας ο Σικελιανός το φασισμό να απλώνει πάνω από την Ευρώπη και να αρπάζει στα βρόγχια του τον χιλιοβασανισμένο ελληνικό λαό, πετά τον ιδεαλισμό, τον εγωτισμό, την ωραιοπάθειά του και στρέφει την καρδιά και το πνεύμα του στη ζωή και το λαό. Σμίγει την ποίησή του με τον απελευθερωτικό αγώνα και τους σοσιαλιστικούς πόθους του λαού. Το 1941 εντάσσεται στο ΕΑΜ και πρωτοστατεί στην προπαγάνδισή του με πέντε χειρόγραφα ποιήματα, με τίτλο «Ακριτικά», τα οποία, εικονογραφημένα με ξυλογραφίες του Σπύρου Βασιλείου, κυκλοφορούν παράνομα.
Σ' όλη τη διάρκεια της Κατοχής, υποφέρει όπως όλοι οι αγωνιστές του λαού, γυρίζοντας την πλάτη στη δυνατότητα να ζήσει με άνεση και ασφάλεια. Δημοσιεύει συνεχώς ποιήματά του σε ΕΑΜίτικα έντυπα για το «Νέο Εικοσιένα», όπως αποκαλεί το ΕΑΜ, στο επίγραμμά του «Ανάσταση» (25/3/1942):
«Τα χελιδόνια του θανάτου Σου μηνάν μιαν άνοιξη/ καινούρια, Ελλάδα, κι από τον τάφο Σου γιγάντια γέννα.../ Μάταια βιγλίζει των Ρωμαίων η κουστωδία τριγύρω Σου.../ Ακόμα λίγο, κι ανασταίνεσαι σε νέο Εικοσιένα».
Παράλληλα γράφει τα σπουδαία, επίσης αντιστασιακής πνοής, θεατρικά έργα, μεταξύ των οποίων η «Σίβυλλα» και το κορυφαίο του «Ο θάνατος του Διγενή Ακρίτα». Εργο εμπνευσμένο από τη δημοτική μας ποίηση, που υμνεί τους νέους «Ακρίτες» του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ και την απελευθέρωση κάθε ανθρώπου και λαού:
«Σηκώθη η λεβεντογενιά/ φρεγάδα μ' ανοιχτά πανιά/ στο νιον αγέρα,/ για ν' αρμενίσει το ντουνιά/ κι ακόμη πέρα...
Με το Νοτιά, με το Βοριά,/ ν' ανοίξει απέραντη ποριά/ στη Λευτεριά, στη Λευτεριά...
Με τ' άργανα ελαφριά, βαριά,/ με το Νοτιά, με το Βοριά,/ λαλάτε την τη Λευτεριά,/ για να γιομόσει τον αγέρα,/ πριν έβγει ο ήλιος να 'μαστ' έτοιμοι/ τη νέα να δούμε μέρα...».
Ο Σικελιανός προφητεύει ότι «Σιμώνει ένας αχός/ της Ιεριχώς σα να γκρεμίζονται τα κάστρα». Κι αφουγκράζεται:
«Απ' την αντιβίγλα των λαών κι από τα δάση/ χυμά μια απέραντη πνοή,/ πο 'χει βουή κι αντιβουή:
"Τόπο στη ζωή!... Τόπο στη Ζωή!..."
Δεν αποπαίδισεν η Πλάση!».
Ο ποιητής δε θεώρησε ότι επιτελούσε το καθήκον του με το να υμνεί απλώς τον ΕΑΜικό αγώνα κλεισμένος στο σπίτι του. Τον υμνούσε και δημόσια. Διακινδυνεύοντας. Εφτασε να «χτυπήσει» με τους στίχους του, την καμπάνα του αγώνα και στην κηδεία του Παλαμά. Εβγαζε εγερτήριους λόγους σε διάφορες εκδηλώσεις. Τόλμησε σε εκδήλωση στο Ηρώδειο (Αύγουστος του 1944) να απαγγείλει με τη βροντώδη φωνή του τον αντάρτη «Αστραπόγιαννό» του. Αλλά και σε εκδήλωση μετά την απελευθέρωση (1946) ύμνησε τον αγώνα και τις ιδέες του ΕΑΜ.
Και καθώς είχε, ήδη, πει το μεγάλο «ΝΑΙ» και το μεγάλο «ΟΧΙ» του, στην πρώτη μεταπολεμική εκδήλωση της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών, ως πρόεδρός της, έκανε μια μεγαλόπνοη προγραμματική ομιλία με θέμα «Προς μια αποφασιστική πνευματική στροφή». Οι ΕΑΜικές ιδέες του Σικελιανού δε λύγισαν ούτε με τον Δεκέμβρη, ούτε στα μαύρα χρόνια του Εμφυλίου. Γιατί, όπως έβαζε τον Μακρυγιάννη να λέει, «Τη λευτεριά μας τούτη δεν την ήβραμε στο δρόμο, και δε θα μπούμεν εύκολα στου αυγού το τσόφλι, γιατί δεν είμαστε κλωσόπουλα, σ' αυτό να ξαναμπούμε πίσω, μα εγίναμε πουλιά, και τώρα πια στο τσόφλι μέσα δε χωρούμε».
Ο Σικελιανός βλέποντας τη νέα, μετά το Δεκέμβρη, σκλαβιά των αγωνιστών, τοποθετούσε υπεράνω όλων των αγαθών τη Λευτεριά, βάζοντας τον Βλαχογιάννη να λέει:
«Τη Λευτεριά, τη Λευτεριά ως τα ύψη,/ τη Λευτεριά ως το θάνατο,/ τη Λευτεριά ως τον Αδη,/ κι απέκει τ' άλλα είναι καλά, απάνου ή κάτου κόσμος!».
Και στο επίγραμμά του «25 Μάρτη 1821 - 25 Μάρτη 1946» έλεγε:
«Του αγώνα μας πρωτόφλεβα, καρδιά του Εικοσιένα,/ για να σε χαιρετίσουνε ορθό είναι σηκωμένοι/ γυναίκες, γέροντες,/ παιδιά κ' εγώ στη σύναξή τους/ για βιαστικό αντροκάλεσμα, για σημερινό σημάδι.
Τι τώρα σμίγει το αίμα Σου στην πιο πλατιά του κοίτη/ μ' όσο αίμα χύθηκεν εχτές, και δες το, ξεχειλίζει/ να μπει ποτάμι ακράταγο με τα ποτάμια τ' άλλα/ των Λαών ορμάν στη Λευτεριά π' ανοίγεται μπροστά τους/ Ανθρωποθάλασσα της Ζωής, σ' Εσέ, Δημοκρατία!».
 Τιμωρημένος αλλά περήφανος
> Δεν του τα συγχώρεσε όλα αυτά η μεταπολεμική σκοταδιστική εξουσία. Γι' αυτό και σαμποτάρισε τρεις φορές την υποψηφιότητά του για το Νόμπελ, την οποία έθεσε η Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών. Τον πολέμησε και για έναν ακόμα λόγο. Επειδή η ΕΑΜοθραφείσα ΕΕΛ το 1947 τον ανακήρυξε τιμητικά ως επίτιμο πρόεδρό της. Το αντιδραστικό κατεστημένο κατηγόρησε την ΕΕΛ ότι προπαγανδίζει το δεύτερο αντάρτικο. Το «επιχείρημα» ήταν ότι στην πρωτοχρονιάτικη γιορτή της ΕΕΛ (Γενάρης του '48), την ώρα που ο επίτιμος πρόεδρος της εταιρίας έκοβε την πρωτοχρονιάτικη πίτα, ο Μάρκος Αυγέρης του ευχήθηκε «Να ζήσει σαν τα Ψηλά Βουνά», προπαγανδίζοντας, υποτίθεται, έτσι, τον αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Με αυτήν την κατηγορία μπήκε μπροστά η «μηχανή» τρομοκράτησης του πνευματικού κόσμου. «Μηχανή», που χώρισε τους λογοτέχνες σε «εθνοπροδότες» και «εθνικόφρονες» και διέσπασε το παλαιότερο σωματείο της χώρας, την ΕΕΛ, με τη δημιουργία της «Εθνικής Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών».
 «Απόγονος» του Σολωμού και του Κάλβου
> Ποιητής «απόγονος» του Σολωμού και του Κάλβου. «Θηλασμένος» με τους μύθους και το απολλώνιο κάλλος της αρχαιοελληνικής ποίησης. «Μεθυσμένος» με τον ήλιο και τη φύση της υπαίθρου. «Ανδρωμένος» με την κυριαρχούσα την εποχή της νιότης του νιτσεϊκή φιλοσοφία. «Γητεμένος» από την ποιητική μεγαλαυχία του Ντ' Ανούστσιο και τον εκθαμβωτικό αισθητισμό του Κλωντέλ, αλλά και «ομοαίματος» του Παλαμά, ο Σικελιανός νιώθοντας σαν ημίθεος - Ηνίοχος, άνοιξε με το μεγαλόπνοο, οραματικό, επικολυρικό «άρμα» της ποίησης και της «Δελφικής Ιδέας» του για αδελφοσύνη και ειρήνη των λαών, νέους δρόμους στα Ελληνικά Γράμματα του 20ού αιώνα.
«Δρόμοι», που όσο κι αν κατά την πρώτη και δεύτερη δημιουργική του περίοδο δεν οδηγούσαν κατευθείαν στο λαό και για την προκοπή του λαού (όπως, αντίθετα, καθυστερημένα βέβαια, αλλά αταλάντευτα μέχρι το τέλος της ζωής του, συνέβη με την τρίτη και τελευταία δημιουργική του περίοδο), προικοδότησαν όμως - και αυτοί - για πάντα την πνευματική μας κληρονομιά.
Ο Σικελιανός παραμένει αθάνατος και κατατάσσεται στην κορυφαία τετράδα των δημιουργών του πρώτου μισού του 20ού αιώνα -Παλαμάς, Βάρναλης, Σικελιανός, Καζαντζάκης - ιδιαίτερα με το έργο της τρίτης δημιουργικής περιόδου του. Περίοδος, που μετρά από το 1941, αφ' ότου, ιδεολογικά ξεκάθαρος και συνειδητοποιημένος πια, απαλλαγμένος από τον ουτοπικό ιδεαλισμό του, τον απόμακρο από την κοινωνική πραγματικότητα και το λαό εγωτικό «αριστοκρατισμό» του και το μότο του «αρχά των αρίστων», δεμένος πια αταλάντευτα με το λαό και τα απελευθερωτικά και σοσιαλιστικά του οράματα, εντάχθηκε στο ΕΑΜ. Το λαμπρής τέχνης, πολύμορφο συλλαβικά και διεγερτικού ιαμβικού μουσικού παλμού ποιητικό έργο του Σικελιανού, στο σύνολό του (και των δύο πρώτων περιόδων, παρά τις όποιες ιδιομορφίες του, οι οποίες επιδέχονται διάφορες πολιτικο-ιδεολογικού και αισθητικού περιεχομένου παρατηρήσεις), ιδιαίτερα όμως το ΕΑΜικό και διαχρονικής επικαιρότητας έργο των δέκα τελευταίων χρόνων της ζωής του, πρέπει να «θρέψει» και τις σημερινές και αυριανές νέες γενιές.
Γιατί; Γιατί πρόκειται για έργο, που «στο λαό και στη γη βρίσκεται η δύναμη». Εργο, που, χάρη στο «πυρίζωο πνεύμα» του δημιουργού του, «Κρατάει σπαθί, κρατάει φωτιά, κρατάει διπλό πελέκι». Κατέχει τη δύναμη να «κρατά πάντ' ανοιχτά, πάντ' άγρυπνα τα μάτια της ψυχής» του λαού. Στο παρόν και το μέλλον. Ωστε:
«Ο νέος Αδάμ να γεννηθεί/ τρανός ολόφωτος Εωσφόρος,/ (...) με την αμέτρητη συμπόνια της καρδιάς/ και την πνοή του πρώτου Αντάρτη,/ να λευτερώσει το Χριστό από το Σταυρό/ τη γην ολάκερη να περπατήσει/ και μ' όλους του τους αδελφούς/ να ξαναχτίσουμε τη χτίση».
Ως να 'ρθει η ώρα, δηλαδή, που για κάθε «εσταυρωμένο» πριν, «λυόμενο» πλέον άνθρωπο και λαό «να φουντώσει γύρα του ο παράδεισος τ' ανθρώπου». Ωστε οι νέοι «Ακρίτες» στήνοντας «κλαριά μεγάλα, ν' ανεβεί τ' αμπέλι του Ηλιου,/ κι από παντού πουλιά κι ανθοί και λαοί να ξεκινήσουν/ καινούριου Δέντρου Ζωής τον ίσκιο να χαρούνε». Να κάνουν, σαν να λέμε πράξη το όνειρο του «Διγενή», στον οποίο δίνει φωνή το διαλεκτικά αισιόδοξο σοσιαλιστικό όραμα του Σικελιανού, μιλώντας από το παρελθόν στο μέλλον:
«Ψεύτικοι θεοί πολλοί σαπίζουνε την πλάση,/ μ' αυτός ο θεός που 'ναι ο λαός θα μείνει πάντα/ στη σαπισμένη γη να φέρει την υγειά της...
Καρδιά, παιδιά... και θ' απλωθεί ο Παράδεισος μια μέρα...».
...
Αριστούλα ΕΛΛΗΝΟΥΔΗ

Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2017

Στο γραφείο – του Π. Ένιγουεϊ

ΔΙΗΓΗΜΑ
January 10, 2017


 Στο  γραφείο πηγαίνω καθημερινά λίγο πριν τις οχτώ. Και φεύγω μετά από οκτώμισι – εννιά ώρες. Μπορεί και παραπάνω· εννιάμισι, δέκα… «Για να τελειώσω τη δουλειά». Μου αρέσει η υπερένταση στη δουλειά. Διαφορετικά βαριέμαι. Κι όταν βαριέμαι δε ξέρω τι να κάνω. Στο γραφείο. Αλλά και γενικότερα. Κυρίως όμως στο γραφείο. Ποτέ δεν κουβεντιάζω με τους γύρω· ποτέ δεν «σερφάρω» άσκοπα στο internet. Προσπαθώ πάντα να τελειώνω τη δουλειά μου γρήγορα και σωστά. Βάζοντας στόχους και κυνηγώντας την αποδοτικότητα. 
Όχι πως θα πάρω κάποια αύξηση ή μπόνους. Τώρα με την κρίση αυτά έχουν «κοπεί μαχαίρι». Ούτε όμως και από φόβο· μη με απολύσουν. Για την «τιμή των στόχων», και μόνο. Δε μ’ αρέσει να τεμπελιάζω. Στο γραφείο. Αλλά και γενικότερα. Δουλεύοντας περνά η ώρα γρήγορα. Και αυτό ακριβώς θέλω. Να περάσει η ώρα. Γρήγορα. Να πάρω το μετρό και να γυρίσω σπίτι να συνεχίσω το διήγημα αυτό από εκεί που το σταμάτησα χθες βράδυ.

_________
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]

Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2016

Διήγημα "Ινδιάνοι" του Αλ. Μάινα

​ 
Αλέξιος Μάινας  

Ινδιάνοι

Θυμήσου ότι πέρασες.

Τα πρώτα χελιδόνια είχαν εμφανιστεί πάνω απ’ την τάφρο και το υπερυψωμένο μολάκι του φάρου. Αυτό σήμαινε πως δεν ήταν καλοκαίρι, κι ας απείχε μια βδομάδα ακόμα η ισημερία. Ήταν Σεπτέμβρης. Της εξηγούσα πως στη δική μου γλώσσα αυτό σήμαινε τέλη Οκτώβρη με αρχές Νοέμβρη.
Είχαμε συνηθίσει τα σύννεφα που άλλαζαν αποχρώσεις όταν ο ήλιος κατέβαινε στον ορίζοντα και τα φώτιζε από κάτω. Θύμιζαν χώμα. Τα ποδήλατα τα αφήναμε στο σημείο όπου τέλειωνε ο δρόμος και γινόταν πατικωμένη λευκή άμμος, για να μαλακώσει πιο κει κατηφορίζοντας ανάμεσα σε τούφες από αγριόχορτα προς την παραλία. Σε αυτή τη φουρτουνιασμένη σταχτιά θαλασσογραφία, απ’ την οποία μόνο το σκουριασμένο ναυάγιο κάποιου φαλαινοθηρικού και η αίσθηση πετρελαιοκηλίδας έλειπαν, κάναμε ένα μήνα πριν, επί έναν ολόκληρο μήνα, μπάνιο.
Όλη η ζωή είναι ένας μήνας, μη γελιέσαι, έλεγε η Γιούντιτ μέσα Αυγούστου κοιτώντας το νερό. Ήταν μια πρόταση που ποιητικά και δικαιωματικά ανήκει στο Σεπτέμβρη, γιατί είναι ο μήνας όπου τελειώνουν τα ψέματα, ήταν αυτός που θα μας χώριζε, ο μήνας όπου η χρονιά έχει δώσει ό,τι ήταν να δώσει και λείπει μόνο η διάγνωση της ανίατης ασθένειάς της, η κάθοδος στο Δεκέμβρη και η χαριστική βολή του απολογισμού. Η Γιούντιτ όμως δε νοιαζόταν για λογοτεχνικούς κανόνες, το δικό της ευαγγέλιο ήταν ο μοντερνισμός, τα ποιήματά της και οι απογευματινές ρήσεις της αποσκοπούσαν στο ξάφνιασμα ή, ίσως, απλά στο να προκαλούν. Το παρατσούκλι που μου είχε δώσει ήταν «τάρανδος». Δεν υπήρχε κανένας λόγος και δε λειτουργούσε με κανέναν τρόπο. Αν τη ρωτούσες «Γιατί τάρανδος;…», θα έλεγε: «Έτσι. Είναι μεταφορά».
Η Γιούντιτ είχε σουηδικά μαλλιά και υπέροχα δόντια. Τα ούλα ήταν υγιή και ροζ και φαίνονταν όταν χαμογελούσε. Φαίνονται σε όλες τις φωτογραφίες που μου έδωσε. Τις έδειχνε συχνά σε όποιον ήθελε να δει κάτι επίπεδα βράχια σαν πλάκες να κατεβαίνουν μέχρι την επιφάνεια ενός κόλπου. Στο βάθος ο αέρας τσαλάκωνε δυο δέντρα πάνω από ένα σπίτι από οριζόντια άσπρα μαδέρια. Αν δε μου τις έδινε, θα τις έκλεβα. Συνήθως όταν η μια αδελφή είναι όμορφη, η άλλη είναι εντελώς μέτρια – ή άσχημη. Δεν ξέρω αν η αδελφή τής Γιούντιτ ήταν όντως τόσο όμορφη όσο αυτές οι κοπέλες που έβλεπα πάνω στις εσωτερικές φωτογραφίες της στύσης μου όταν τις έβγαζε από ένα κουτί με μικρά τριαντάφυλλα και τις ξετύλιγε απ’ την κορδέλα, αλλά αυτές οι μικρές Αφροδίτες, έλεγε, είναι η αδελφή της. Αυτές δε μου τις έδωσε, μείναν στην κορδέλα, αλλά δε βαριέσαι. Άλλωστε με τα χρόνια την πατάει κανείς δυο τρεις φορές και μαθαίνει να μην πιστεύει στη θρησκεία της Kodak.
Τη Γιούντιτ όμως την είχα ζωντανή τρεις μήνες μπροστά μου. Ήταν η Άρτεμις, γιατί στο δικό μου δωδεκάθεο αυτή πρεσβεύει τον έρωτα. Που δε δίνεται παρά μόνο κατ’ εξαίρεση. Η Γιούντιτ είχε κερδίσει κι αυτή την ίδια υποτροφία. Με τον ίδιο τρόπο και σχεδόν με το ίδιο βιβλίο. Με λάτρευε ή τη λάτρευα, δεν έχει σημασία, γράφαμε με τον ίδιο τρόπο και αυτό τα λέει όλα. Είχαμε την πλήρη αποδοχή του άλλου.
Σχεδόν δυο μήνες δεν μπαίναμε στη θάλασσα γιατί ήταν ακόμα κρύα. Η υποτροφία κρατούσε τρεις μήνες από μέσα Ιουνίου. Μέναμε σε διπλανά δωμάτια σ’ έναν «οίκο λογοτεχνών», δέκα λεπτά με τα πόδια απ’ τους αμμόλοφους, και ήμασταν οι μόνοι ποιητές. Είχαμε κάτι ακόμα κοινό, ήμασταν με το ένα πόδι Γερμανοί. Εκείνη δήλωνε Σουηδέζα, εγώ, πιο μελαγχολικά, Έλληνας. Κι άλλα κοινά, ένα σωρό. Αλλά, μετά τα τριανταπέντε, τρεις μήνες δεν αρκούνε για μια ζωή. Και ξέρεις ότι τα μισά είναι προβολές, το ξέρεις, είναι. Τα βιβλία είναι βιβλία, αλλά θέλει κι έναν εργάτη η ζωή. Είτε Αθήνα είτε Στοκχόλμη είτε δέκα λεπτά απ’ τη Βαλτική, οτιδήποτε παραπάνω στα πέντε χρόνια θα κατέρρεε. Τουλάχιστον αυτό είπαμε στην τελική συζήτηση. Δηλαδή εκείνη. Έξω απ’ το γράψιμο, το να είσαι Σουηδός είναι ένας όρκος πίστης στο ρεαλισμό, είπε.

Δεν ξέρω αν μπορώ να πω την ιστορία τριών μηνών. Στο Δουβλίνο ο μοντερνισμός θέλει 800 σελίδες για μια μέρα. Αλλά εδώ είμαστε δέκα λεπτά απ’ τη Βαλτική. Ίσως μπορώ να πω κάνα δυο επεισόδια. Ίσως μόνο ένα. Η ζωή είναι όπως η ποίηση, σκοτώνεσαι να συνθέσεις κάτι μεγάλο κι όλοι θυμούνται τα ολιγόστιχα. Που κόντεψαν να φύγουν στην επιμέλεια.
Τα χελιδόνια είχαν εμφανιστεί ένα πρωί, ασπρόμαυρα και γρήγορα σαν νυχτερίδες. Εκείνη τα πρωτοείδε. «Μαύρο γάλα του πρωινού», είπε. Περπατούσαμε για λίγο ξυπόλυτοι στην ακτή, σχεδόν πάνω στο νερό. Το κύμα γλιστρούσε απαλά σαν πάνω σε σελίδα κι έσβηνε από πίσω τα ίχνη μας. Μετά ξαναβάλαμε τα παπούτσια, γιατί είχε μπει το φθινόπωρο. Ήταν μια απ’ τις τελευταίες μέρες. Θα γυρνούσε Στοκχόλμη. Εγώ θα έμενα μια βδομάδα παραπάνω για να καπνίσω.
Είχα την εγρήγορση αυτού που δεν είναι σίγουρος αν έχει όλα τα στοιχεία που χρειάζεται για να πηδήξει στο κενό. Ένιωθα διχασμένος, διπλός. Οι κόκκοι στις πατούσες κολλημένοι με θάλασσα ενοχλούσαν αφόρητα μες στα παπούτσια. Καθίσαμε σε μια πέτρα, τα βγάλαμε και αρχίσαμε να τα χτυπάμε μεταξύ τους. Εγώ ένα δικό της κι ένα δικό μου, κι εκείνη τ’ άλλα δυο. Όλο και πιο δυνατά. Αρχίσαμε να γρυλίζουμε, σχεδόν ουρλιάζαμε, είχε κάτι υστερικό όλο αυτό, αλλά το χρειαζόμασταν. Κάποια στιγμή τής κόπηκε το αλυσιδάκι απ’ το χέρι. Ένα ασημένιο μικρό ρόδο μ’ ένα πετράδι από γυαλί. Το σήκωσα, αλλά δεν της το ’δωσα. «Κόπηκε και το βρήκα στο πάτωμα», είπα. Με κοίταξε. «Ναι», είπε, «αλλά μόνο αν μου δώσεις κάτι κι εσύ». Έψαξε στις τσέπες μου. Έχωσε τα χέρια απ’ το πλάι, αλλά δε βρήκε τίποτα. «Καλά», είπε, «τότε θέλω το ρολόι».
Αυτό ήταν αδύνατο. Δεν ήμασταν δα παιδιά που παίζουν τους Ινδιάνους. Τα αντικείμενα δεν έχουν για μένα ιδιαίτερη αξία. Δεν είναι σημαντικά. Αλλά το συγκεκριμένο ήταν δώρο και το φορούσα ήδη δεκαπέντε χρόνια. Δεν ήταν δυνατό να της το δώσω για ένα παιχνίδι. Για έναν έρωτα που έληγε. Για μια ανάμνηση, για ένα παρελθόν, για μια μακρινή Σουηδία. Δεν είμαστε παιδιά. Τι να το κάνει εκεί; Να το βάλει στο χαρτοκούτι με τις φωτογραφίες; Να το βάλει στο συρτάρι των επιστολών τού πρώην, που πετιούνται στην αναπόφευκτη επόμενη συγκατοίκηση με Σουηδό; «Για όνομα του Θεού, Γιούντιτ», είπα μέσα στην ανυπόφορη ησυχία δύο λεπτών, «αύριο μεθαύριο φεύγεις, έτσι δεν είναι;  Φεύγεις, έτσι δεν είναι;»
 ____________
Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό «Το Δέντρο», τχ. 197-198