Αλέξιος Μάινας
Ινδιάνοι
Θυμήσου ότι πέρασες.
Τα πρώτα χελιδόνια είχαν εμφανιστεί πάνω απ’ την τάφρο και το υπερυψωμένο μολάκι του φάρου. Αυτό σήμαινε πως δεν ήταν καλοκαίρι, κι ας απείχε μια βδομάδα ακόμα η ισημερία. Ήταν Σεπτέμβρης. Της εξηγούσα πως στη δική μου γλώσσα αυτό σήμαινε τέλη Οκτώβρη με αρχές Νοέμβρη.
Είχαμε συνηθίσει τα σύννεφα που άλλαζαν αποχρώσεις όταν ο ήλιος κατέβαινε στον ορίζοντα και τα φώτιζε από κάτω. Θύμιζαν χώμα. Τα ποδήλατα τα αφήναμε στο σημείο όπου τέλειωνε ο δρόμος και γινόταν πατικωμένη λευκή άμμος, για να μαλακώσει πιο κει κατηφορίζοντας ανάμεσα σε τούφες από αγριόχορτα προς την παραλία. Σε αυτή τη φουρτουνιασμένη σταχτιά θαλασσογραφία, απ’ την οποία μόνο το σκουριασμένο ναυάγιο κάποιου φαλαινοθηρικού και η αίσθηση πετρελαιοκηλίδας έλειπαν, κάναμε ένα μήνα πριν, επί έναν ολόκληρο μήνα, μπάνιο.
Όλη η ζωή είναι ένας μήνας, μη γελιέσαι, έλεγε η Γιούντιτ μέσα Αυγούστου κοιτώντας το νερό. Ήταν μια πρόταση που ποιητικά και δικαιωματικά ανήκει στο Σεπτέμβρη, γιατί είναι ο μήνας όπου τελειώνουν τα ψέματα, ήταν αυτός που θα μας χώριζε, ο μήνας όπου η χρονιά έχει δώσει ό,τι ήταν να δώσει και λείπει μόνο η διάγνωση της ανίατης ασθένειάς της, η κάθοδος στο Δεκέμβρη και η χαριστική βολή του απολογισμού. Η Γιούντιτ όμως δε νοιαζόταν για λογοτεχνικούς κανόνες, το δικό της ευαγγέλιο ήταν ο μοντερνισμός, τα ποιήματά της και οι απογευματινές ρήσεις της αποσκοπούσαν στο ξάφνιασμα ή, ίσως, απλά στο να προκαλούν. Το παρατσούκλι που μου είχε δώσει ήταν «τάρανδος». Δεν υπήρχε κανένας λόγος και δε λειτουργούσε με κανέναν τρόπο. Αν τη ρωτούσες «Γιατί τάρανδος;…», θα έλεγε: «Έτσι. Είναι μεταφορά».
Η Γιούντιτ είχε σουηδικά μαλλιά και υπέροχα δόντια. Τα ούλα ήταν υγιή και ροζ και φαίνονταν όταν χαμογελούσε. Φαίνονται σε όλες τις φωτογραφίες που μου έδωσε. Τις έδειχνε συχνά σε όποιον ήθελε να δει κάτι επίπεδα βράχια σαν πλάκες να κατεβαίνουν μέχρι την επιφάνεια ενός κόλπου. Στο βάθος ο αέρας τσαλάκωνε δυο δέντρα πάνω από ένα σπίτι από οριζόντια άσπρα μαδέρια. Αν δε μου τις έδινε, θα τις έκλεβα. Συνήθως όταν η μια αδελφή είναι όμορφη, η άλλη είναι εντελώς μέτρια – ή άσχημη. Δεν ξέρω αν η αδελφή τής Γιούντιτ ήταν όντως τόσο όμορφη όσο αυτές οι κοπέλες που έβλεπα πάνω στις εσωτερικές φωτογραφίες της στύσης μου όταν τις έβγαζε από ένα κουτί με μικρά τριαντάφυλλα και τις ξετύλιγε απ’ την κορδέλα, αλλά αυτές οι μικρές Αφροδίτες, έλεγε, είναι η αδελφή της. Αυτές δε μου τις έδωσε, μείναν στην κορδέλα, αλλά δε βαριέσαι. Άλλωστε με τα χρόνια την πατάει κανείς δυο τρεις φορές και μαθαίνει να μην πιστεύει στη θρησκεία της Kodak.
Τη Γιούντιτ όμως την είχα ζωντανή τρεις μήνες μπροστά μου. Ήταν η Άρτεμις, γιατί στο δικό μου δωδεκάθεο αυτή πρεσβεύει τον έρωτα. Που δε δίνεται παρά μόνο κατ’ εξαίρεση. Η Γιούντιτ είχε κερδίσει κι αυτή την ίδια υποτροφία. Με τον ίδιο τρόπο και σχεδόν με το ίδιο βιβλίο. Με λάτρευε ή τη λάτρευα, δεν έχει σημασία, γράφαμε με τον ίδιο τρόπο και αυτό τα λέει όλα. Είχαμε την πλήρη αποδοχή του άλλου.
Σχεδόν δυο μήνες δεν μπαίναμε στη θάλασσα γιατί ήταν ακόμα κρύα. Η υποτροφία κρατούσε τρεις μήνες από μέσα Ιουνίου. Μέναμε σε διπλανά δωμάτια σ’ έναν «οίκο λογοτεχνών», δέκα λεπτά με τα πόδια απ’ τους αμμόλοφους, και ήμασταν οι μόνοι ποιητές. Είχαμε κάτι ακόμα κοινό, ήμασταν με το ένα πόδι Γερμανοί. Εκείνη δήλωνε Σουηδέζα, εγώ, πιο μελαγχολικά, Έλληνας. Κι άλλα κοινά, ένα σωρό. Αλλά, μετά τα τριανταπέντε, τρεις μήνες δεν αρκούνε για μια ζωή. Και ξέρεις ότι τα μισά είναι προβολές, το ξέρεις, είναι. Τα βιβλία είναι βιβλία, αλλά θέλει κι έναν εργάτη η ζωή. Είτε Αθήνα είτε Στοκχόλμη είτε δέκα λεπτά απ’ τη Βαλτική, οτιδήποτε παραπάνω στα πέντε χρόνια θα κατέρρεε. Τουλάχιστον αυτό είπαμε στην τελική συζήτηση. Δηλαδή εκείνη. Έξω απ’ το γράψιμο, το να είσαι Σουηδός είναι ένας όρκος πίστης στο ρεαλισμό, είπε.
Δεν ξέρω αν μπορώ να πω την ιστορία τριών μηνών. Στο Δουβλίνο ο μοντερνισμός θέλει 800 σελίδες για μια μέρα. Αλλά εδώ είμαστε δέκα λεπτά απ’ τη Βαλτική. Ίσως μπορώ να πω κάνα δυο επεισόδια. Ίσως μόνο ένα. Η ζωή είναι όπως η ποίηση, σκοτώνεσαι να συνθέσεις κάτι μεγάλο κι όλοι θυμούνται τα ολιγόστιχα. Που κόντεψαν να φύγουν στην επιμέλεια.
Τα χελιδόνια είχαν εμφανιστεί ένα πρωί, ασπρόμαυρα και γρήγορα σαν νυχτερίδες. Εκείνη τα πρωτοείδε. «Μαύρο γάλα του πρωινού», είπε. Περπατούσαμε για λίγο ξυπόλυτοι στην ακτή, σχεδόν πάνω στο νερό. Το κύμα γλιστρούσε απαλά σαν πάνω σε σελίδα κι έσβηνε από πίσω τα ίχνη μας. Μετά ξαναβάλαμε τα παπούτσια, γιατί είχε μπει το φθινόπωρο. Ήταν μια απ’ τις τελευταίες μέρες. Θα γυρνούσε Στοκχόλμη. Εγώ θα έμενα μια βδομάδα παραπάνω για να καπνίσω.
Είχα την εγρήγορση αυτού που δεν είναι σίγουρος αν έχει όλα τα στοιχεία που χρειάζεται για να πηδήξει στο κενό. Ένιωθα διχασμένος, διπλός. Οι κόκκοι στις πατούσες κολλημένοι με θάλασσα ενοχλούσαν αφόρητα μες στα παπούτσια. Καθίσαμε σε μια πέτρα, τα βγάλαμε και αρχίσαμε να τα χτυπάμε μεταξύ τους. Εγώ ένα δικό της κι ένα δικό μου, κι εκείνη τ’ άλλα δυο. Όλο και πιο δυνατά. Αρχίσαμε να γρυλίζουμε, σχεδόν ουρλιάζαμε, είχε κάτι υστερικό όλο αυτό, αλλά το χρειαζόμασταν. Κάποια στιγμή τής κόπηκε το αλυσιδάκι απ’ το χέρι. Ένα ασημένιο μικρό ρόδο μ’ ένα πετράδι από γυαλί. Το σήκωσα, αλλά δεν της το ’δωσα. «Κόπηκε και το βρήκα στο πάτωμα», είπα. Με κοίταξε. «Ναι», είπε, «αλλά μόνο αν μου δώσεις κάτι κι εσύ». Έψαξε στις τσέπες μου. Έχωσε τα χέρια απ’ το πλάι, αλλά δε βρήκε τίποτα. «Καλά», είπε, «τότε θέλω το ρολόι».
Αυτό ήταν αδύνατο. Δεν ήμασταν δα παιδιά που παίζουν τους Ινδιάνους. Τα αντικείμενα δεν έχουν για μένα ιδιαίτερη αξία. Δεν είναι σημαντικά. Αλλά το συγκεκριμένο ήταν δώρο και το φορούσα ήδη δεκαπέντε χρόνια. Δεν ήταν δυνατό να της το δώσω για ένα παιχνίδι. Για έναν έρωτα που έληγε. Για μια ανάμνηση, για ένα παρελθόν, για μια μακρινή Σουηδία. Δεν είμαστε παιδιά. Τι να το κάνει εκεί; Να το βάλει στο χαρτοκούτι με τις φωτογραφίες; Να το βάλει στο συρτάρι των επιστολών τού πρώην, που πετιούνται στην αναπόφευκτη επόμενη συγκατοίκηση με Σουηδό; «Για όνομα του Θεού, Γιούντιτ», είπα μέσα στην ανυπόφορη ησυχία δύο λεπτών, «αύριο μεθαύριο φεύγεις, έτσι δεν είναι; Φεύγεις, έτσι δεν είναι;»
____________
Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό «Το Δέντρο», τχ. 197-198