[...]
ΕΠΕΣΤΡΕΨΕ στο δικηγορικό γραφείο για να συναντήσει τον Πέτρο. Κι αυτό όχι επειδή τον επιθύμησε, αλλά επειδή χρειαζόταν δυστυχώς τη βοήθειά του για να διεκπεραιώσει όσο το δυνατόν γρηγορότερα αυτό το οποίο είχε αποφασίσει: να πουλήσει το διαμέρισμα του πατέρα της.
Η ζωή της ήταν πια αλλού, το σπίτι του πατέρα της σύμβολο μιας ανεκπλήρωτης επιθυμίας. Ήθελε να ξαναφύγει το συντομότερο, την επομένη αν γινόταν, από τον κόσμο που είχε αφήσει εδώ και χρόνια πίσω της και που τώρα, με έναν παράδοξο τρόπο, μέσα από τις κασέτες και τη φωτογραφία που της άφησε ο πατέρας της, ήταν σαν να προσπαθούσε να χωθεί ξανά στη ζωή της, προκαλώντας της μια βαθιά αίσθηση νοσταλγίας για εκείνον που δεν ήταν πια εκεί, γεμίζοντάς την με ενοχές για την απόμακρη στάση που επέλεξε να κρατήσει απέναντί του, για την αποτυχία της να ξεκαθαρίσει κάποια πράγματα όταν ακόμα ήταν αυτό δυνατόν. Έπρεπε να φύγει αμέσως. Αυτή την περίοδο, άλλωστε, της είχε ανατεθεί το στήσιμο μιας νέας έκθεσης με αφρικανικά εκθέματα στη μικρή αίθουσα του μουσείου ανθρωπολογίας Pitt Rivers, στην Οξφόρδη. Ο χρόνος πίεζε να επιστρέψει.
Η νεαρή ασκούμενη δικηγόρος που της άνοιξε την πόρτα την ενημέρωσε με την αφόρητη, τσιριχτή φωνή της πως ο «κύριος Πέτρος» θα αργούσε λιγάκι, γιατί είχε κάποιο εφετείο. Θα τον περίμενε λοιπόν, της είπε η Λουίζα και προχώρησε. Αντίθετα όμως από την προηγουμένη, που δεν είχε τολμήσει ούτε να πλησιάσει τη μισάνοιχτη πόρτα του γραφείου του πατέρα της, τώρα την άνοιξε και μπήκε χωρίς δισταγμό, με μια πρωτόγνωρη περιέργεια.
Μέσα στην ησυχία του γραφείου του τίποτα δεν της θύμιζε τον πατέρα της. Ελάχιστες φορές τον είχε επισκεφθεί εδώ και δεν είχε μια συγκεκριμένη εικόνα του μέσα στο χώρο – ήταν ένα δωμάτιο χωρίς μνήμες. Δεν της άρεσε να έρχεται εδώ, δεν το συμπαθούσε καθόλου το γραφείο του, για την ακρίβεια το μισούσε. Τα χρόνια της παιδικής της ηλικίας ήταν ο πιο περίτρανος εχθρός της, εκεί κατοικούσε ο δράκος που την κατατρόπωνε με ένα του φύσημα μονάχα, καθώς εκείνη το έβαζε στα πόδια πριν καν αρχίσει η μάχη. Κάθισε στην καρέκλα του πατέρα της και ασυναίσθητα εστίασε στη σβηστή οθόνη του υπολογιστή του.
Ήταν μεσημέρι και η αϋπνία, παρά τους δυνατούς καφέδες που είχε πιεί, της είχε φέρει μια ελαφριά ζαλάδα. Όλη νύχτα είχε μείνει ξάγρυπνη ακούγοντας τις κασέτες μέχρι να τις ολοκληρώσει. Οι εξιστορήσεις των ανθρώπων αυτών, οι διαφορετικές αλλά παρόμοιες εκδοχές της ίδιας ιστορίας, της σύλληψης και της εκτέλεσης τής Λουίζ Χατζηλουκά, δεν την είχαν νανουρίσει. Δεν ήταν αυτός άλλωστε ο σκοπός των αφηγητών τους. Δεν είχαν ούτε στο ελάχιστο τη γλαφυρότητα της περιγραφής του πατέρα της, έτσι όπως τον θυμόταν να της αφηγείται αυτό το κομμάτι της ιστορίας, που αφορούσε τα χρόνια της Κατοχής: τη γιαγιά και τον παππού της να κάνουν πράξεις ηρωικές που άγγιζαν τα όρια του φανταστικού, που θύμιζαν περισσότερο χαρακτήρες υπερηρώων από αμερικάνικα κόμικς παρά πραγματικούς ανθρώπους, κατακτώντας έτσι την προσήλωσή της και κερδίζοντας το θαυμασμό της, τόσο για τους πρωταγωνιστές, όσο και για εκείνον που της έλεγε την ιστορία τους. Περιείχαν όμως κάτι άλλο οι αφηγήσεις στις κασέτες, μια νέα, πιο ακριβή, αρκετά όμως διαφορετική ιστορία. Η έκπληξη που ένιωσε ύστερα από τις μαρτυρίες που άκουσε ήταν μεγάλη.
Μέχρι την προηγουμένη, τα ελάχιστα που γνώριζε η ενήλικη Λουίζα ως αναμφισβήτητα πραγματικά γεγονότα για τους γονείς του πατέρα της ήταν πως η Λουίζ Χατζηλουκά είχε συλληφθεί και εκτελεστεί από τους Γερμανούς το Μάιο του 1944, για τον ενεργό ρόλο της στην Αντίσταση. Ο άντρας της, ο δικηγόρος Αλέξης Λασκαράτος, που με τις επαφές του έκανε ό,τι μπόρεσε για να τη σώσει, είχε σκοτωθεί από αδέσποτη σφαίρα στους δρόμους της Αθήνας λίγους μήνες μετά την απελευθέρωση, το Δεκέμβρη του ’44. Οι ημερομηνίες ήταν χαραγμένες πάνω στον τάφο τους και στο μυαλό της. Όσο για τον πίνακα της ιστορίας της, τον συνδετικό κρίκο στην οικογενειακή αυτή σάγκα που άρχιζε με τη ζωή του παππού τής Λουίζ Χατζηλουκά, του ζωγράφου Τζόναθαν Ντόντσον, κάπου στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα στη Γλασκόβη, και τελείωνε τα χρόνια της Κατοχής στην Αθήνα, με το θάνατο τής Λουίζ Χατζηλουκά και του Αλέξη Λασκαράτου, αυτό που ήξερε η Λουίζα ήταν πως είχε κατά πάσα πιθανότητα κλαπεί από τους Ναζί, όταν συνέλαβαν τη γιαγιά της. Μέσα από τις κασέτες που άκουσε, όμως, η αλήθεια για το τι συνέβη στους δύο πρωταγωνιστές της ιστορίας, αλλά και στον πίνακα, γινόταν πιο συγκεκριμένη. Η Λουίζ Χατζηλουκά είχε συλληφθεί για κατασκοπία από τους Γερμανούς το Μάρτιο του ’44, σε μια αποθήκη, κοντά στο λιμάνι του Πειραιά. Ύστερα από δύο μήνες κράτησης στις φυλακές Αβέρωφ και στο στρατόπεδο στο Χαϊδάρι, η Λουίζ εκτελέστηκε. Ο Αλέξης Λασκαράτος, που σύμφωνα με τις μαρτυρίες, είχε καταφέρει να σώσει πολλούς από το εκτελεστικό απόσπασμα τα χρόνια της Κατοχής, με τις επαφές του ως διαπρεπούς δικηγόρου, έκανε πράγματι ό,τι ήταν δυνατόν για να τη σώσει. Δεν ήταν όμως αυτά πράξεις υπερηρωικές, προσπαθώντας, όπως φανταζόταν μικρή η Λουίζα, να την απαγάγει από το στρατόπεδο συγκεντρώσεως με διάφορους απίθανους τρόπους. Χρησιμοποίησε αρχικά τις επαφές του, αλλά όταν αυτές δεν απέδωσαν κατέφυγε σε μια πολύ συγκεκριμένη πράξη: τη δωροδοκία. Ο Αλέξης Λασκαράτος έδωσε τον πίνακα του Ντόντσον, σε έναν μεσάζοντα, κάποιον παλαιοπώλη και έμπορο έργων τέχνης ονόματι Μανώλη Σεβαστάκη, ο οποίος είχε αναπτύξει στενές επαφές με τις δυνάμεις κατοχής, κι εκείνος με τη σειρά του σε έναν γερμανό αξιωματικό, κάποιον Έρικ Φλάισλεν, ως αντάλλαγμα για τη ζωή τής Λουίζ. Όμως ο Γερμανός, αξιωματικός των Ες Ντε, της γερμανικής μυστικής υπηρεσίας αντικατασκοπίας, παρά τις διαβεβαιώσεις που είχε λάβει ο Αλέξης Λασκαράτος από τον μεσάζοντα, και ενώ έλαβε το εξαιρετικά πολύτιμο αντάλλαγμα, προς μεγάλη έκπληξη όσων γνώριζαν, υπέγραψε τελικά την καταδικαστική απόφαση και η Λουίζ Χατζηλουκά εκτελέστηκε. Λίγους μήνες αργότερα, μετά την απελευθέρωση, ο Αλέξης Λασκαράτος πράγματι σκοτώθηκε στα Δεκεμβριανά, όπως ήξερε η Λουίζα. Δεν ήταν όμως από μια αδέσποτη σφαίρα, γενικώς και αορίστως, αλλά το πιθανότερο από σφαίρα ελασιτών, άγνωστο το πώς και το γιατί, όταν εκείνος βρέθηκε, επίσης άγνωστο για ποιο λόγο, σε περιοχή υπό τον δικό τους έλεγχο.
Η Λουίζα αναρωτήθηκε, έτσι όπως ήταν καθισμένη στην καρέκλα του πατέρα της, γιατί δεν της είχε πει ποτέ αυτή την εκδοχή της ιστορίας. Αν όχι όταν ήταν μικρή, έστω αργότερα;
Όποτε ο πατέρας της τύχαινε να αναφερθεί στους γονείς του, τόσο στα παιδικά της χρόνια όσο και στην ενήλικη ζωή της, ήταν πάντοτε με μια απλή φράση, μια σύντομη αναφορά σ’ εκείνους που «χάθηκαν στην Κατοχή». Δεν έλεγε τίποτε περισσότερο γι’ αυτούς. Κι αυτή η μοναδική του φράση είχε κάτι το απόλυτο, ούτε πίκρα ούτε θυμό. Ήταν σαν να μην υπήρχε τίποτε άλλο να ειπωθεί για κείνους ή σαν να μην μπορούσε να μιλήσει γι’ αυτούς έξω από το πλαίσιο της αφήγησης της ιστορίας που της έλεγε όταν ήταν μικρή, της ιστορίας που είχε στο επίκεντρό της την αυτοπροσωπογραφία του Ντόντσον. Κι εκείνη ποτέ δεν επέμεινε με ερωτήσεις. Της είχε περάσει από το νου, όταν ήταν μεγάλη πια, πως ίσως ο πατέρας της δεν γνώριζε περισσότερα για τους γονείς του, ντρεπόταν γι’ αυτό και κατά συνέπεια απέφευγε το θέμα. Απ’ ό,τι φάνηκε όμως τώρα, το τελευταίο δεν μπορούσε να ισχύει. Από τις χρονολογίες των συνεντεύξεων στις κασέτες, ήταν βέβαιο πως όταν ο πατέρας της διηγόταν σ’ εκείνη την ιστορία που αφορούσε τα χρόνια της Κατοχής, γνώριζε ήδη πολύ καλά τις μαρτυρίες που είχε συλλέξει, αυτές που μέχρι το θάνατό του δεν τις είχε αναφέρει στη Λουίζα ποτέ – ούτε τις ίδιες, ούτε εμμέσως το περιεχόμενό τους. Η ουσία όμως της παιδικής της ιστορίας παρέμενε η ίδια. Ή μήπως όχι;
Σίγουρα δεν υστερούσαν σε ηρωισμό οι τόσο πιο συγκεκριμένες εξιστορήσεις που είχε μόλις ακούσει. Κι ο πίνακας, όπως κι αν είχαν τα πράγματα, στα χέρια των Γερμανών είχε καταλήξει και σε αυτή την εκδοχή. Ήταν όμως φανερό πως παρέμεναν ορισμένα κρίσιμα αναπάντητα ερωτήματα, τόσο σ’ εκείνον που ρωτούσε τους μάρτυρές του, όσο και στην ίδια.
Κατ’ αρχάς, σε ποια αντιστασιακή οργάνωση μπορεί να συμμετείχε η Λουίζ για να έμπλεξε με την κατασκοπία. Αυτό κανείς από τους συνομιλητές του πατέρα της δεν το γνώριζε. Τόσο συνωμοτική ήταν λοιπόν η δράση της, που δεν την ήξερε ούτε ο άντρας της, ούτε οι στενοί της φίλοι – αν όχι τότε, έστω αργότερα, όταν τελείωσε ο πόλεμος; «Το πιο πιθανό είναι να ήταν μέλος κάποιας οργάνωσης που συνεργαζόταν με τους Άγγλους», ανέφερε στις κασέτες ο φίλος του Αλέξη Λασκαράτου, Στρατής Αργυρός. «Κρυφά από τον άνδρα της που την ήθελε ασφαλή στο σπίτι τους να ζωγραφίζει και να φροντίζει εσένα», είχε συμπληρώσει. «Ένα μικρό διάστημα πέρασε από το ΕΑΜ αλλά δεν παρέμεινε», είπε ο ποιητής, ο Μάρκος Βελίδης. Αυτό είχε γίνει καθώς «την είχε πάρει μαζί της σε συναντήσεις του ΕΑΜ η Ιουλία Καρύστη, η ηθοποιός, που η Λουίζ την είχε γνωρίσει από μένα». Ή πάλι, η φίλη της Δάφνη Νομικού είχε πει: «Η Λουίζ όλο γύριζε στους δρόμους με μια κάμερα κρυμμένη. Ειδικά το χειμώνα του μεγάλου λιμού. Τραβούσε συνέχεια φωτογραφίες. Ήθελε να τις βγάλει έξω, αλλά δεν νομίζω πως βρήκε ποτέ κάποια άκρη. Δεν έμοιαζε τότε να είχε επαφές με κάποια οργάνωση ή πρόσωπα, να ήταν κάπου οργανωμένη. Με ρωτούσε εμένα μήπως ήξερα κάποιον από τον Ερυθρό Σταυρό, να βοηθήσει. Αλλά εγώ δεν ήξερα». Κι ακόμα: «Τον πρώτο καιρό της Κατοχής θυμάμαι πως έβρισκε φάρμακα για τους άγγλους στρατιώτες που κρύβονταν. Τι έκανε αργότερα, με ποιους έμπλεξε, ένας θεός το ξέρει. Στο ΕΑΜ σίγουρα δεν ήταν. Ο Λασκαράτος δεν τους είχε καμία εμπιστοσύνη και σε αυτό τουλάχιστον θα την είχε πείσει. Τον θυμάμαι τον πατέρα σου, ένα βράδυ που τον συνάντησα στο σπίτι τους, όταν μάθαμε ότι συνέλαβαν τη Λουίζ να μονολογεί, “πού πήγε κι έμπλεξε η Λουίζ”, “γιατί μου το έκανε αυτό”. Τι να του έλεγα του Αλέξη έτσι όπως με κοίταζε με τρόμο στα μάτια; Αν ήξερε ή δεν ήξερε όμως το πού ανήκε η Λουίζ, εμένα δεν μου το είπε. Έκανε πάντως ό,τι περνούσε από το χέρι του για να τη σώσει μετά τη σύλληψή της».
Το δεύτερο που παρατήρησε η Λουίζα στις συζητήσεις του πατέρα της ήταν πως δεν υπήρχε καμία σοβαρή και βάσιμη αιτιολόγηση στο γιατί, αφού είχε επιτευχθεί μια τόσο συγκεκριμένη συμφωνία για τη σωτηρία τής Λουίζ, με τη δωροδοκία ενός καίριου προσώπου –όλοι οι μάρτυρες γνώριζαν για τον πίνακα που είχε δοθεί από τον παππού της μέσω του Σεβαστάκη στον γερμανό αξιωματικό–, η Λουίζ Χατζηλουκά τελικά εκτελέστηκε. Αυτό κανείς δεν μπορούσε να το απαντήσει. Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληγαν οι περισσότεροι ήταν ανάμεσα στο ότι δεν είναι εύκολη υπόθεση να γλιτώσεις κάποιον από καταδίκη για κατασκοπία και στο ότι ο γερμανός αξιωματικός τούς ξεγέλασε. Όσο για την τύχη του πίνακα του Ντόντσον από τη στιγμή που έπεσε στα χέρια του Έρικ Φλάισλεν των Ες Ντε, παρέμενε κι αυτό αναπάντητο – και ο πίνακας «ένας ακόμη αγνοούμενος πολέμου», όπως έλεγε ο πατέρας της.
Το τρίτο και τελευταίο κενό ήταν ότι κανείς δεν γνώριζε γιατί σκότωσαν τον Αλέξη Λασκαράτο στα Δεκεμβριανά. Στο εύλογο ερώτημα του πατέρα της, σχετικά με το τι γύρευε στην ελασοκρατούμενη περιοχή όπου έχασε τη ζωή του στις 14 του Δεκέμβρη, κανείς δεν ήξερε να απαντήσει. «Από τραγική σύμπτωση» είπε κάποιος, ενώ ένας άλλος θεώρησε πως η εξήγηση ίσως βρισκόταν στο ότι το σώμα του βρέθηκε κοντά στα όρια της ζώνης του ΕΑΜ, άρα ίσως ο Αλέξης να μπερδεύτηκε ή και να εγκλωβίστηκε εκεί σε ώρα που ανταλλάσσονταν πυρά. Για το γεγονός πως ο Λασκαράτος δεν είχε συμπάθειες στο ΕΑΜ δεν υπήρχε αμφιβολία, και το ξεκαθάρισε ο Στρατής Αργυρός, που για ένα μεγάλο διάστημα της Κατοχής, απ’ ό,τι ανέφερε, ήταν στο βουνό – όχι με τον ΕΛΑΣ, αλλά με τον αντάρτικο στρατό του ΕΔΕΣ. «Ο Αλέξης, από την ίδρυση του ΕΑΜ κιόλας, είχε διακρίνει τον έλεγχο του ΚΚΕ, και μιλούσε πολύ γι’ αυτό. Κάποιοι ίσως να το ήξεραν, και να τον αναγνώρισαν, ή και να τους προκάλεσε με κάποιο τρόπο και να βρήκαν την τέλεια ευκαιρία να ξεκάνουν άλλον έναν “εχθρό του λαού”». Ο Αργυρός τόνισε πάντως ότι «ο Αλέξης δεν είχε καμία εμπλοκή με αντιστασιακές οργανώσεις, παρέμεινε αμέτοχος στα χρόνια της Κατοχής, βοηθώντας απλώς τους διωκόμενους από τη θέση του και με τις γνωριμίες του, όσο μπορούσε». Τέλος, η ηθοποιός Ιουλία Καρύστη, με φανερά διαφορετική οπτική στα πράγματα περί της σωστής και λανθασμένης πλευράς στην εμφυλιακή σύρραξη, αποφάνθηκε ότι ο Αλέξης Λασκαράτος «βρέθηκε στη λάθος μεριά του δρόμου τη λάθος στιγμή». Αποσπασματικές φράσεις από τις κασέτες και τα τρία αυτά αναπάντητα ερωτήματα γύριζαν στο μυαλό της Λουίζας όσο περίμενε τον Πέτρο, προσπαθώντας να καταλάβει τη σημασία των ντοκουμέντων που της άφησε ο πατέρας της. Ο γερμανός αξιωματικός που έλεγαν πως πήρε τον πίνακα τι να είχε απογίνει; είχε δικαστεί ποτέ ως εγκληματίας πολέμου, όπως αρκετοί άλλοι; μπορεί να ζούσε ακόμη; τον είχε άραγε αναζητήσει ποτέ ο πατέρας της; Δεν είχε μια τέτοια ένδειξη από τις κασέτες. Ο πίνακας φυσικά δεν είχε βρεθεί. Κι εκείνος ο παλαιοπώλης ο Σεβαστάκης; ο μεσάζων; γιατί δεν είχε πάρει συνέντευξη κι απ’ αυτόν ή κάποιον γνωστό του ο πατέρας της, σ’ αυτή την τόσο επίμονη καταγραφή του; Θα ήταν ο πρώτος στον οποίο θα κατέφευγε η ίδια. Μήπως δεν ζούσε πια όταν ο πατέρας της άρχισε να ψάχνει;
[...]
______________________
*από το:
http://www.bookpress.gr/prodimosieuseis/logotexnia/to-aparaitito-fos
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου